- πωματόρρινος
- ο, Νζωολ. γένος στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών τής οικογένειας timaliidae με μακρύ, καμπυλωτό ράμφος, με το οποίο ξετρυπώνουν έντομα από το έδαφος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pomatorhinus < πῶμα, -ατος «σκέπασμα, καπάκι» + ῥίς, ῥινός*«μύτη»].
Dictionary of Greek. 2013.